- συναγελαστικός
- συναγελαστικόςgregariousmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγελαστικός — ή, όν, Α [συναγελάζομαι] 1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
συναγελαστικά — συναγελαστικός gregarious neut nom/voc/acc pl συναγελαστικά̱ , συναγελαστικός gregarious fem nom/voc/acc dual συναγελαστικά̱ , συναγελαστικός gregarious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστικῶν — συναγελαστικός gregarious fem gen pl συναγελαστικός gregarious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστικόν — συναγελαστικός gregarious masc acc sg συναγελαστικός gregarious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστικαί — συναγελαστικός gregarious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστικούς — συναγελαστικός gregarious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστική — συναγελαστικός gregarious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαστικήν — συναγελαστικός gregarious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԺՈՂՈՎԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0836 Chronological Sequence: 8c ա. συναγελαστικός congregabilis սիրող ժողովոյ՝ Բազմութեան՝ ընկերութեան. ընկերական. խմբական. *Ի միասին ժողովեալ բազումք հաղորդիմք միմեանց. քանզի եւ բնութեամբ ժողովասէր է մարդ, եւ քաղաքական կենդանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)